ζαχαροποιείο(ν)

ζαχαροποιείο(ν)
το сахарный завод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζαχαροποιείο(ν)" в других словарях:

  • ζαχαροποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής ζάχαρης, σακχαροποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής συνελεύσεως τού βασιλικού ζαχαροποιείου στο Καινούριο τής Λοκρίδας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»